κυνήγημα

κυνήγημα
τό
1) преследование, погоня; 2) охота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κυνήγημα" в других словарях:

  • κυνήγημα — το (Μ κυνήγημα) [κυνηγώ] η κατά πόδας καταδίωξη, κυνηγητό νεοελλ. μτφ. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη («το κυνήγημα τού πλούτου και τής δόξας») …   Dictionary of Greek

  • κυνήγημα — το, ατος καταδίωξη, κυνηγητό, επίμονη ζήτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγανιά — η 1. καταδίωξη με ελιγμούς, κυνήγημα 2. ελικοειδής και ανηφορικός δρόμος 3. στροφή ανηφορικού δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < ρουμ. goană (= εκδίωξη, κυνήγημα)] …   Dictionary of Greek

  • διώγμα — το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) [διώκω] 1. καταδίωξη, κυνήγημα 2. το αντικείμενο τής καταδιώξεως, το θήραμα μσν. νεοελλ. (για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή μσν. αλλαγή σελήνης αρχ. μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγητό — το 1. κυνήγημα, καταδίωξη 2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα τό άλλο 3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτηση («μετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που… …   Dictionary of Greek

  • παιδικυνηγεσία — παιδικυνηγεσία, ἡ, ή παιδικυνηγέσια, τὰ (Α) το κυνήγημα τών παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κυνηγεσία / κυνηγέσια, μέσω αμάρτυρου *παιδικυνηγέτης] …   Dictionary of Greek

  • επιζήτηση — η 1. επίμονη ζήτηση (έρευνα), αναζήτηση. 2. επιδίωξη, προσπάθεια, κυνήγημα, κυνηγητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνηγητό — το 1. κυνήγημα. 2. είδος παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»